Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η αύξηση του πληθυσμού

  • 1 прирост

    прирост м η αύξηση· \прирост населения η αύξηση του πληθυσμού
    * * *
    м
    η αύξηση

    приро́ст населе́ния — η αύξηση του πληθυσμού

    Русско-греческий словарь > прирост

  • 2 народонаселение

    ουδ. η πυκνότητα του πληθυσμού, ο πληθυσμός•

    увеличение -я αύξηση του πληθυσμού•

    статистика -я στατιστική του πληθυσμού, δημογραφία.

    Большой русско-греческий словарь > народонаселение

  • 3 рост

    α.
    1. αύξηση, ανάπτυξη• μεγάλωμα• άνοδος•

    рост населения αύξηση του πληθυσμού•

    -растений το μεγάλωμα των φυτών•

    творческий рост артиста η δημιουργική ανάπτυξη (εξέλιξη) του ηθοποιού•

    рост производства αύξηση της παραγωγής•

    рост благосостояние народа άνοδος της ευημερίας του λαού•

    остановиться в -е παύω να αναπτύσσομαι.

    2. ανάστημα•

    мужчина высокого -а άντρας υψηλού αναστήματος•

    -ом с тебя στο δικό σου ανάστημα•

    какого он роста? τι ανάστημα έχει αυτός;•

    не по -у δεν ταιριάζει στο ανάστημα•

    встать по -у συντάσσομαι κατ ανάστημα.

    3. τόκος• επιτόκιο•

    давать деньги в рост δίνω χρήματα με τόκο.

    εκφρ.
    во весь рост – α) ολόρθος•
    стоять во весь рост – στέκομαι ολόρθος, β) (φωτογρ.) ολόκληρουαναστήματος;•
    на рост (шить, покупать) – με εσωτερικό γύρισμα (ράβω, αγοράζω)•
    пойти (тронуть(ся) в рост – φυτρώνω, φύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > рост

  • 4 прибыль

    θ.
    1. κέρδος•

    получить прибыль παίρνω (βγάζω) κέρδος, κερδίζω•

    крупная прибыль μεγάλο κέρδος•

    погоня -за -ями κυνήγημα κερδών•

    чжстая прибыль καθαρό κέρδος•

    торговая прибыль εμπορικό κέρδος•

    извлекать прибыль βγάζω κέρδος•

    приносить прибыль (απο)φέρω κέρδος.

    2. όφελος, ωφέλεια, απολαβή•

    какая мне в этом -? τι όφελος έχω απ αυτό;

    3. αύξηση, ανέβασμα, άνοδος•

    прибыль населения αύξηση του πληθυσμού•

    вода идёт на прибыль το νερό (η στάθμη του νερού) ανεβαίνει.

    εκφρ.
    пойти на прибыль – μεγαλώνω, αυξαίνω•
    день пошёл на прибыль – η μέρα άρχισε να μεγαλώνει.

    Большой русско-греческий словарь > прибыль

  • 5 прирост

    α.
    αύξηση• προσαύξηση• прирост Προ•

    прирост дукции αύξηση της παραγωγής•

    прирост населения η αύξηση του πληθυσμού.

    Большой русско-греческий словарь > прирост

  • 6 прирост

    прирост
    м ἡ αὐξηση [-ις]:
    \прирост населения ἡ αὐξηση τοῦ πληθυσμοῦ.

    Русско-новогреческий словарь > прирост

  • 7 движение

    ουδ.
    1. κίνηση•

    вращательное движение περιστροφική κίνηση•

    ритмическое движение ρυθμική κίνηση•

    поступательное движение βαθμιαία κίνηση•

    прийти в движение μπαίνω σε κίνηση•

    нет материи без -я и движение без материи δεν υπάρχει ύλη χωρίς κίνηση και κίνηση χωρίς ύλη•

    вечное движение η αέναη κίνηση της ύλης•

    равномерное движение ομοιόμορφη κίνηση•

    колебательное движение παλμική κίνηση•

    резкое движение απότομη κίνηση.

    || κυκλοφορία•

    движение поездов η κίνηση των τραίνων•

    трамвайное движение κίνηση των τραμ•

    правила уличного -я οδικός κώδικας κυκλοφορίας•

    товарное движение η κυκλοφορία εμπορευμάτων•

    железнодорожное движение σιδηροδρομική κίνηση•

    естественные -я сердца φυσιολογικές κινήσεις της καρδιάς.

    2. κίνημα•

    революционное движение επαναστατικό κίνημα•

    движение сторонников мира το κίνημα των οπαδών της ειρήνης•

    национально-освободительное движение εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα•

    забастовочное движение απεργιακό κίνημα•

    движение сопротивления το κίνημα της αντίστασης•

    аграрное движение αγροτικό κίνημα•

    рабочее движение εργατικό κίνημα.

    3. αύξηση, προσαύξηση•

    движение народонаселения η αύξηση του πληθυσμού.

    Большой русско-греческий словарь > движение

  • 8 народонаселение

    народонаселение
    с ὁ πληθυσμός, ὁ£ κάτοικοι:
    увеличение \народонаселениея ἡ αὐξηση τοῦ πληθυσμού.

    Русско-новогреческий словарь > народонаселение

  • 9 прибыль

    прибыль
    ж
    1. τό κέρδος:
    чистая \прибыль τό καθαρό κέρδος· получать \прибыль ἔχω κέρδος· приносить \прибыль ἀποφέρω είσόδημα, φέρνω κέρδος·
    2. (польза) разг τό ὄφελος, ἡ ὠφέλεια:
    какая мие в этом \прибыль? τι ὄφελος ἔχω;·
    3. (прибавление) ἡ ἀβξηση [-ις]:
    \прибыль населения ἡ αὐξήση τοῦ πληθυσμοῦ.

    Русско-новогреческий словарь > прибыль

  • 10 численность

    θ.
    ο αριθμός, η ποσότητα, το ποσό•

    численность населения ο αριθμός του πληθυσμού (ο πληθυσμός)•

    увеличение -искота η αύξηση του αριθμού των ζώων•

    численность армии η αριθμητική δύναμη του στρατού•

    численность ростпартии η αριθμητική αύξηση του κόμματος.

    Большой русско-греческий словарь > численность

  • 11 прирост

    η αύξηση
    - населения - του πληθυσμού.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прирост

См. также в других словарях:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»